παραδεισένιος, -ια, -ιο

παραδεισένιος, -ια, -ιο
αυτός που αναφέρεται στον παράδεισο, ο πολύ ωραίος ή ευχάριστος, αλλ. παραδεισιακός και παραδείσιος: Κάναμε ζωή παραδεισένια το καλοκαίρι στο νησί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραδεισένιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο 2. αυτός που μοιάζει με παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • παραδεισιακός — ή, ό / παραδεισιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο ή αυτός που μοιάζει με παράδεισο, παραδεισένιος, παραδείσιος. επίρρ... παραδεισιακώς και ά σαν σε παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”